- θερμουργία
- θερμουργία, ἡ (Α) [θερμουργός]παράτολμη ενέργεια, ενέργεια χωρίς ψυχραιμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμουργία — θερμουργίᾱ , θερμουργία hasty act fem nom/voc/acc dual θερμουργίᾱ , θερμουργία hasty act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργίαν — θερμουργίᾱν , θερμουργία hasty act fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)